- τεύχημα
- τεύχ-ημα, ατος, τό,A fabric, A.Fr.375 codd.Sch.E. (τέχνημα Nauck).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεύχημα — fabric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύχημα — τὸ, Α κατασκεύασμα, δημιούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. *τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)] … Dictionary of Greek
τευχήτωρ — ορος, ὁ, Μ τευχηστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (για το η τού τ. πρβλ. τεύχημα) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] … Dictionary of Greek